- υποτυπώ
- -όω, ΜΑβλ. υποτυπώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑποτύπω — ὑπότυπος subject to a claim masc/fem/neut nom/voc/acc dual ὑπότυπος subject to a claim masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ὑ̱ποτύπω , ὑποτυπόω sketch out imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ὑποτυπόω sketch out pres imperat act 2nd sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποτυπώνω — ὑποτυπῶ, όω, ΝΜΑ [ὑπότυπος] σχεδιάζω κάτι σε γενικές γραμμές, σκιαγραφώ (α «υποτυπώνω πρόχειρο σχέδιο τής οικοδομής» β «τὴν συγγραφὴν ὑποτυπώσασθαι καὶ γράψαι», πάπ. γ. «ταῡτα ὑπετυπώθη κεφαλαιωδῶς», Πολ.) μσν. σχηματίζω μια ιδέα, φαντάζομαι ||… … Dictionary of Greek
SARACENI — populi Arabiae, Agareni, et Ismaelitae quoque dicti, quod ab Agare et Ismaele descenderint: quamvis a Chasluim, uno ex Caini posteris, originem illorum quidam arcessant. A voce Arabica, quae vagum et latronem denotat. Saeculô 5. primum… … Hofmann J. Lexicon universale
υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… … Dictionary of Greek
υποτυπωτικός — ή, όν, Α [ὑποτυπῶ] πολύ συνοπτικός, περιληπτικός. επίρρ... ὑποτυπωτικῶς Α περιληπτικά, συνοπτικά … Dictionary of Greek
υποτυπώδης — ες, Ν 1. αυτός που έχει ατελή ανάπτυξη, διάπλαση ή εξέλιξη (α. «υποτυπώδης εργασία» β. «υποτυπώδες σχέδιο») 2. φρ. «υποτυπώδη [ή ατελειωματικά] όργανα» βιολ. εκφυλισμένα ή ατελώς ανεπτυγμένα όργανα ή, γενικότερα, σωματικές δομές ενός ζώου ή φυτού … Dictionary of Greek
υποτύπωση — η / ὑποτύπωσις, ώσεως, ΝΜΑ [ὑποτυπῶ/ ώνω] παρουσίαση σε σχέδιο, σε γενικές γραμμές, σχεδιάγραμμα νεοελλ. 1. (τοπογρ.) η απεικόνιση τού εδάφους, με τα οριζόντια και κατακόρυφα χαρακτηριστικά του, υπό κλίμακα, συνήθως, 1:20.000 ή 1:50.000, η οποία… … Dictionary of Greek